- σκεπτικῆς
- σκεπτικόςthoughtfulfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκεπτικός — ή, ό / σκεπτικός, ή, όν, ΝΑ, και σκεφτικός, ή, ό, θηλ. και ιά, Ν [σκέπτομαι / σκέφτομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκέψη ή στον σκεπτικισμό 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σκεπτικοί (φιλοσ.) φιλόσοφοι τής αρχαιότητας, όπως ο Πύρρων ο… … Dictionary of Greek
Πύρρων — (Ήλις 360 π.Χ. – 270; π.Χ.). Έλληνας φιλόσοφος, ιδρυτής της Σκεπτικής σχολής. Κατά την παράδοση, είχε γνωρίσει τη διδασκαλία των μεγαρικών και κατόπιν του δημοκριτικού Αναξάρχου, ασφαλώς όμως το σημαντικότερο γεγονός της ζωής του ήταν το ταξίδι… … Dictionary of Greek
Σέξτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σ. ο Εμπειρικός. Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και γιατρός (2ος 3ος αι. μ.Χ.). Είναι ο γνωστότερος εκπρόσωπος, μαζί με τον Πύρρωνα τον Ηλείο, του σκεπτικισμού. Για τη ζωή του δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτε. Ονομάστηκε… … Dictionary of Greek